- εὐάκουστος
- εὐ-άκουστος, leicht zu hören
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευάκουστος — εὐάκουστος, ον (Α) (για θεούς) επιγρ. αυτός που ακούει, εισακούει πρόθυμα, ο ευήκοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακουστός (< ακούω), πρβλ. αν άκουστος, ανυπ άκουστος] … Dictionary of Greek
εὐάκουστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάκουστα — εὐάκουστος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)